πορώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο γεμάτος πόρους: Πορώδες σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
υπόσομφος — ον, Α 1. λίγο σπογγώδης ή πορώδης 2. μτφ. α) άσημος, ταπεινός β) χαλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σομφός «σπογγώδης, πορώδης»] … Dictionary of Greek
υπόχαυνος — ον, Α 1. λίγο χαλαρός 2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρός («τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»] … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο … Dictionary of Greek